ξακρίδι

ξακρίδι
το
1. το πρώτο και τελευταίο σανίδι κορμού που πριονίζεται και γίνεται σανίδια.
2. ό,τι αφαιρείται από τα άκρα πράγματος.
3. μτφ., άχρηστο πράγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξακρίδι — το 1. το πρώτο και το τελευταίο σανίδι ενός κορμού δέντρου ο οποίος πριονίστηκε κατά μήκος 2. το τμήμα που κόβεται, που αφαιρείται από τα άκρα ενός μεγάλου τεμαχίου, φύλλου χαρτιού, υφάσματος, δέρματος 3. μτφ. άχρηστο υπόλειμμα, απόρριμμα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”